Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

υπογραμμίζω (

  • 1 underline

    υπογραμμίζω

    English-Greek new dictionary > underline

  • 2 акцент

    акцент м (произношение) η προφορά◇ делать \акцент на... υπογραμμίζω, τονίζω
    * * *
    м
    ( произношение) η προφορά
    ••

    де́лать акце́нт на... — υπογραμμίζω, τονίζω

    Русско-греческий словарь > акцент

  • 3 подчёркивать

    подчёркивать, подчеркнуть υπογραμμίζω (тж. перен.)' τονίζω (тк. перен.)
    * * *
    = подчеркнуть
    υπογραμμίζω (тж. перен.); τονίζω (тк. перен.)

    Русско-греческий словарь > подчёркивать

  • 4 отмечать

    отмечать
    несов
    1. (делать знак, пометку на чем-л.) σημειώνω, σημειώ, μαρκάρω:
    \отмечать в записной книжке σημειώνω στό σημειωματάριο·
    2. (обращать внимание) ὑπογραμμίζω, τονίζω:
    \отмечать чьй-либо достижения ὑπογραμμίζω τίς ἐπιτυχίες κάποιου·
    3. (исключать из списка проживающих) διαγράφω.

    Русско-новогреческий словарь > отмечать

  • 5 подчеркивать

    подчеркивать
    несов, подчеркнуть сов
    1. ὑπογραμμίζω·
    2. перен τονίζω, ὑπογραμμίζω.

    Русско-новогреческий словарь > подчеркивать

  • 6 underline

    1) (to draw a line under: He wrote down the title of his essay and underlined it.) υπογραμμίζω
    2) (to emphasize or stress: In his speech he underlined several points.) υπογραμμίζω, τονίζω

    English-Greek dictionary > underline

  • 7 выделить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεχωρίζω•

    выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.

    || διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•

    выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.

    2. παραχωρώ•

    выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.

    3. εκκρίνω, βγάζω•

    выделить пот βγάζω ιδρώτα.

    || παράγω•

    выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.

    4. (στρατ.) αποσπώ•

    выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.

    1. χωρίζω•

    женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).

    || διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.

    2. εκκρίνομαι, βγαίνω•

    -лаоь слюна βγήκε σάλιο.

    || παράγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выделить

  • 8 подчеркнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчркнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. υπογραμμίζω•

    подчеркнуть красным карандашом υπογραμμίζω με κόκκινο μολύβι.

    2. μτφ. τονίζω ιδιαίτερα. || χρωματίζω, προσδίδω έκφραση, χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > подчеркнуть

  • 9 выделять

    1. (извлекать, отделять) εξάγω (μέσω διαλογής), διαλέγω, ξεχωρίζω, εκλέγω 2. (испускать свет, тепло и т.п.) εκλύω, εκπέμπτω 3. (предоставлять для использования) παραχωρώ, δίδω 4. хим. βγάζω, εξάγω 5. (что-л. на металле и т.п.) εκκρίνω, βγάζω, παράγω 6. (в тексте) υπογραμμίζω, τονίζω 7. физиол. εκκρίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделять

  • 10 подчеркнуть

    (на письме) υπογραμμίζω, (в устной речи) τονίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подчеркнуть

  • 11 акцент

    акцент
    м ἡ προφορά:
    говорить с \акцентом μιλώ μέ ξένη προφορά; ◊ де́лать \акцент на чем-л. τονίζω κάτι, ὑπογραμμίζω.

    Русско-новогреческий словарь > акцент

  • 12 выделять

    выделять
    несов
    1. (отбирать) διαλέγω, ξεχωρίζω, ἐκλέγω·
    2. (отличать) διακρίνω, ξεχωρίζω/ ὑπογραμμίζω, σημειώνω (подчеркивать)·
    3. (имущество и т. п.) παραχωρώ, (ξε)χωρίζω·
    4. фи-виол. ἐκκρίνω·
    5. хим. βγάζω, ἐξάγω.

    Русско-новогреческий словарь > выделять

  • 13 оттенять

    оттенять
    несов
    1. жив. (φωτο)σκιάζω·
    2. перен τονίζω, ὑπογραμμίζω (подчеркивать)/ χρωματίζω (в музыкальном произведении).

    Русско-новогреческий словарь > оттенять

  • 14 очерчивать

    очерчивать
    несов
    1. διαγράφω,1 ὑπογραμμίζω·
    2. (описывать в общих чертах) σχεδιάζω, σχεδιογραφώ, σκιαγραφώ.

    Русско-новогреческий словарь > очерчивать

  • 15 прочеркивать

    прочеркивать
    несов, прочеркнуть сов τραβώ μιά γραμμή[ν], ὑπογραμμίζω. прочесть сов см. читать. прочесывать несов
    1. (шерсть и т. п.) ξαίνω, λαναρίζω·
    2. (местность) разг κάνω ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις:
    \прочеркивать лес κάνω ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις στό δάσος.

    Русско-новогреческий словарь > прочеркивать

  • 16 ударение

    ударение
    с ὁ τόνος, ὁ τονισμός:
    острое \ударение ἡ ὁξεία· тупое \ударение ἡ βαρεία· облеченное \ударение ἡ περισπωμένη· тоническое \ударение ὁ τονισμός· логическое \ударение ὁ λογικός τονισμός· делать \ударение τονίζω· делать \ударение на чем-л. перен τονίζω κάτι, ὑπογραμμίζω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > ударение

  • 17 черта

    черт||а
    ж
    1. (линия) ἡ γραμμή:
    провести \чертау́ τραβώ μιά γραμμή, ὑπογραμμίζω·
    2. (граница, предел) τό ὅριο[ν], τά πλαίσια, τό σύνορο[ν], ὁ περίβολος, ἡ περιοχή:
    пограничная \черта ἡ συνοριακή γραμμή, τά σύνορα· в \чертае́ города στά πλαίσια τής πόλης·
    3. (признак, свойство) τό χαρακτηριστικό[ν], τό γνώρισμα:
    основ-Ηέπ \черта характера τό βασικό χαρακτηριστικό· отличительная \черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· ◊ \чертаы лица τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· в общих \чертаах σέ γενικές γραμμές.

    Русско-новогреческий словарь > черта

  • 18 lay/put stress on

    (to emphasize (a fact etc): He laid stress on this point.) τονίζω,υπογραμμίζω

    English-Greek dictionary > lay/put stress on

  • 19 акцент

    α.
    1. ο τόνος της λέξης. || το σημείο του τονισμού, ο τόνος.
    2. προφορά ιδιάζουσα, γλωσσική απόχρωση•

    говорить по-русски с греческим -ом μιλώ ρωσικά με ελληνική προφορά.

    εκφρ.
    делать акцент на чем – τονίζω, υπογραμμίζω κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > акцент

  • 20 акцентировать

    -рую, -руешь; ρ.δ.κ.σ.μ.κ.αμ.
    1. (γλωσ.) τονίζω.
    2. μτφ. υπογραμμίζω.
    1. τονίζομαι.
    2. υπογραμμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > акцентировать

См. также в других словарях:

  • υπογραμμίζω — υπογραμμίζω, υπογράμμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπογραμμίζω — Ν 1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση 2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + γράμμα + ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • υπογραμμίζω — υπογράμμισα, υπογραμμίστηκα, υπογραμμισμένος 1. τραβώ γραμμή κάτω από λέξεις ή φράσεις γραμμένες ή τυπωμένες: Να διαβάσεις τα υπογραμμισμένα του βιβλίου. 2. μτφ., τονίζω κάτι ιδιαίτερα, εξαίρω: Υπογραμμίστηκε η ανάγκη για την ψήφιση αυτού του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… …   Dictionary of Greek

  • παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… …   Dictionary of Greek

  • προπιαίνω — Μ 1. παχαίνω κάποιον προηγουμένως 2. μτφ. υπογραμμίζω, τονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • τονίζω — ΝΜΑ [τόνος] βάζω τόνο σε μια συλλαβή νεοελλ. 1. μουσ. μελοποιώ 2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια») β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («τού τόνισα να είναι προσεκτικός») …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπογράμμιση — η, Ν [υπογραμμίζω] 1. το να υπογραμμίζει κανείς λέξη ή φράση 2. το να τονίζει κανείς με έμφαση ένα σημείο ή ένα γεγονός …   Dictionary of Greek

  • υπογραμμισμός — ο, Ν η υπογράμμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπογραμμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»